- έρκος
- ἕρκος, τὸ (AM)φραγμόςμσν.κιγκλίδωμα στη βάση τής κλίμακας τού άμβωνααρχ.1. περίβολος, φράκτης κήπων ή αμπελώνων2. ο αυλόγυρος*3. η αυλή τού σπιτιού4. το όστρακο που περικλείει την πίννα5. τείχος για υπεράσπιση, προμαχώνας6. το δίχτυ, ο βρόχος που χρησιμοποιείται για τη σύλληψη ζώων ή πουλιών ή ψαριών7. οι κυκλικές σπείρες τού σχοινιού (λάσου), το οποίο εκσφενδονίζεται για σύλληψη άγριων ζώων8. κάθε φραγμός ή μέσο υπεράσπισης («ἕρκος ἀκόντων» — ασπίδα που χρησιμεύει ως μέσο άμυνας ενάντια στα ακόντια)9. συνεκδ. υπερασπιστής, πρόμαχος, προπύργιο τών άλλων10. φρ. α) «Κίσσιον ἕρκος» — τα Σούσαβ) «γαίας ἕρκος» — η πόληγ) «ἕρκος ἱερόν» — ο βωμόςδ) «μέλαν ἕρκος ἅλμας» — η θάλασσαε) «ἕρκος ὀδόντων» — ο φραγμός που σχηματίζεται από τις δύο σειρές τών δοντιών («ποῑόν σε ἔπος φύγεν ἕρκος ὀδόντων;» — ποιὸς λόγος ξέφυγε απὸ το στόμα σου; Ομ. Οδ.)στ) «κάρχαρον ἕρκος» — χωρίς δόντιαζ) «σφραγῑδος ἕρκος» — η σφραγίδαη) «χρυσόδετα ἕρκη γυναικών» — το χρυσό περιδέραιο με το οποίο εξαπατήθηκε η Εριφύλη και πρόδωσε τον άντρα τηςθ) (για τον Αίαντα) «ἕρκος Ἀχαιῶν»ι) (για τον Αχιλλέα) «ἕρκος Ἀχαιοῑσιν πολέμοιο» — ια) (για γενναίους στρατιώτες) «ἕρκος πολέμοιο» — ιβ) (για την Κλυταιμνήστρα) «γαίας μονόφρουρον ἕρκος».[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολογίας ρηματικό παράγωγο τού τύπου γένος*. Εικάζεται συγγένεια του με το λατ. ρ. sarcio «επισκευάζω» και το χεττ. sărni «αποζημιώνω». Συνδέεται πιθ. και με το όρκος*.ΠΑΡ. αρχ. ερκάνη, ερκείος, ερκίον, ερκίτης, Έρκυν(ν)α, Ερκύνια.ΣΥΝΘ. (Α’ συνθετικό) ερκοθηρικός, ερκόπεζα. (Β’ συνθετικό) αλιερκής, ευερκής, ομοερκής)].
Dictionary of Greek. 2013.